- δυσκολωτέρα
- δυσκολωτέρᾱ , δύσκολοςhard to satisfy with foodfem nom/voc/acc comp dualδυσκολωτέρᾱ , δύσκολοςhard to satisfy with foodfem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσκολώτερα — δύσκολος hard to satisfy with food neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκολωτέρας — δυσκολωτέρᾱς , δύσκολος hard to satisfy with food fem acc comp pl δυσκολωτέρᾱς , δύσκολος hard to satisfy with food fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκολωτέραν — δυσκολωτέρᾱν , δύσκολος hard to satisfy with food fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτάσσω — ΝΑ, και αττ. τ. προτάττω Α [τάσσω] 1. θέτω, τοποθετώ μπροστά, προτείνω (α. «προτάξαμε τα στήθη μας» β. «προετάξαντο τῆς φάλαγγος τοὺς ἱππέας» τοποθέτησαν τους ιππείς μπροστά από τη φάλαγγα, Ξεν.) 2. τάσσω κάτι στην αρχή, πριν από κάτι άλλο (α.… … Dictionary of Greek